- αξεφύλλιστος
- -η, -ο1. εκείνος του οποίου δεν κόπηκαν ή δεν έπεσαν τα φύλλα, τα πέταλα: Τα τριαντάφυλλα ήταν ακόμη αξεφύλλιστα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αξεφύλλιστος — η, ο 1. (για φυτά) αυτός που δεν του αφαίρεσαν τα φύλλα 2. (για βιβλίο ή φυλλάδιο) αυτός που δεν φυλλομετρήθηκε … Dictionary of Greek